καταλοχίζω

καταλοχίζω
καταλοχ-ίζω,
A form into

λόχοι, τὴν φάλαγγα Ascl.Tact.2.1

.
2 distribute into λόχοι, Ael.Tact.2.4, Arr.Tact.5.2: generally, distribute,

εἰς τάξεις D.S.18.70

;

εἰς ἀγέλας Plu.Lyc.16

;

εἰς τοὺς ὁπλίτας Id.Sull.18

;

εἰς τοὺς . . . ποιητάς Lib.Ep.36.1

(-ελόχησας codd.):—[voice] Pass., Plu.Cic. 15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταλοχίζω — (Α) 1. κατανέμω, κατατάσσω σε λόχους 2. κατανέμω σε τάξεις, σε ομάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λοχίζω «κατατάσσω σε λόχους» (< λόχος)] …   Dictionary of Greek

  • καταλοχιζομένων — καταλοχίζω form into pres part mp fem gen pl καταλοχίζω form into pres part mp masc/neut gen pl καταλοχίζω form into pres part mp fem gen pl καταλοχίζω form into pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοχίσαι — καταλοχίζω form into aor inf act καταλοχίσαῑ , καταλοχίζω form into aor opt act 3rd sg καταλοχίζω form into aor inf act καταλοχίσαῑ , καταλοχίζω form into aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοχισθέντες — καταλοχίζω form into aor part pass masc nom/voc pl καταλοχίζω form into aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοχίζειν — καταλοχίζω form into pres inf act (attic epic) καταλοχίζω form into pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατελόχιζον — καταλοχίζω form into imperf ind act 3rd pl καταλοχίζω form into imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατελόχιζε — καταλοχίζω form into imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατελόχισας — καταλοχίζω form into aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατελόχισεν — καταλοχίζω form into aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοχίσας — καταλοχίσᾱς , καταλοχίζω form into aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) καταλοχίσᾱς , καταλοχίζω form into aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοχισμός — καταλοχισμός, ὁ (Α) [καταλοχίζω] 1. η κατανομή σε λόχους 2. βιβλίο αναγραφής εδαφών που διανέμονταν στους στρατιωτικούς 3. εγγραφή ονομάτων σε φορολογικό κατάλογο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”